- χελιδονοφωλιά
- ηη φωλιά των χελιδονιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χελιδονοφωλιά — η, Ν φωλιά χελιδονιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + φωλιά. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χελιδονοφωλεαί, μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδωρ. Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
καρφίτης — καρφίτης, ὁ (Α) ο κατασκευασμένος από ξερά χόρτα («θάλαμος καρφίτης» η χελιδονοφωλιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λογχ ίτης, μελιτ ίτης)] … Dictionary of Greek
χελιδονία — ἡ, Α η χελιδονοφωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, όνος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek